λαγός της θάλασσας

λαγός της θάλασσας
Κοινή ονομασία του γαστερόποδου μαλακίου Aplysia californica της τάξης των ανασπιδωτών. Ονομάζεται έτσι γιατί έχει στην κορυφή του κεφαλιού του δύο μακριές κεραίες που μοιάζουν με τα αφτιά του λαγού. Είναι ίσως το μεγαλύτερο γαστερόποδο του κόσμου καθώς μπορεί να φτάσει μέχρι τα 40 εκ. σε μήκος και τα 5 κιλά σε βάρος. Το χρώμα του μπορεί να είναι κόκκινο, καφέ ή πράσινο αντανακλώντας το χρώμα των φυκών με τα οποία τρέφεται. Διαθέτει ένα λεπτό, διάφανο, ελαστικό όστρακο στο οποίο υπάρχουν μονοκύτταροι αδένες που εκκρίνουν ένα –χαρακτηριστικό για το είδος– ιώδες υγρό όταν το ζώο αμύνεται. Είναι ερμαφρόδιτο και γεννά εκατομμύρια αβγά. Συναντάται κυρίως στον Ειρηνικό ωκεανό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λαγόνα — και λαγών, η (Α λαγών, όνος, ἡ και ὁ) συν. στον πληθ. οι λαγόνες τα πλάγια μέρη τής λεκάνης τού ανθρώπου και ορισμένων ζώων, αλλ. ψαχνά, μαλακά, λαπάρα, λαγόνια («ἔχων δὲ τοι... καὶ χέρας λαγόνας τε και θώρακ ἄριστον», Αριστοφ.) αρχ. 1. μήτρα 2.… …   Dictionary of Greek

  • Ασία — I Mία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται ολόκληρη σχεδόν στο βόρειο ημισφαίριο, και από γεωμορφολογική άποψη αποτελεί με την Ευρώπη αδιαχώριστη ενότητα, στην οποία δίνεται η ονομασία Ευρασία. H Α. είναι η μεγαλύτερη από όλες τις ηπείρους. Καλύπτει …   Dictionary of Greek

  • Ελ Σαλβαδόρ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ελ Σαλβαδόρ Έκταση: 21.041 τ. χλμ Πληθυσμός: 6.178.700 κάτ. (2003) Πρωτεύουσα: Σαν Σαλβαδόρ (504.000 κάτ. το 2003)Κράτος της Κεντρικής Αμερικής. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γουατεμάλα και στα Α με την Ονδούρα, ενώ στα… …   Dictionary of Greek

  • Θράκη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Αναφέρεται ότι ήταν κόρη του Ωκεανού και της Παρθενόπης, αδελφή της Ευρώπης. Η Θ. ονομαζόταν Τιτανίς από τον Στέφανο τον Βυζάντιο, ο οποίος απέδιδε την καταγωγή της στον Ωκεανό. Σύμφωνα με τη μυθολογία, απέκτησε τον Βίθυ από …   Dictionary of Greek

  • επικοινωνίας, οδοί — Κατευθυντήριες που ακολουθεί ο άνθρωπος στις μετακινήσεις του. Είναι δυνατόν να είναι χερσαίες (οδικές και σιδηροδρομικές), ποτάμιες ή σε πλωτές διώρυγες, λιμναίες, θαλάσσιες και εναέριες. Ο άνθρωπος επεμβαίνει με την εργασία του μόνο σε ό,τι… …   Dictionary of Greek

  • κορυφαινίδες — (coryphaenidae). Οικογένεια μεγάλων περκομόρφων ψαριών, η οποία περιλαμβάνει πελαγικά ψάρια με επίμηκες και πλευρικά πεπιεσμένο σώμα, τα οποία φέρουν ένα χαρακτηριστικό, επίμηκες ραχιαίο πτερύγιο. Οι κ. είναι μεταναστευτικά ψάρια, τα οποία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”